- συνωμίασις
- -άσεως, ἡ, Μπόνος που εντοπίζεται στη συνωμία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωμία + κατάλ. -ίασις (< ρ. σε -ιῶ/-ιάω, που δηλώνουν ασθένεια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνωμίασις — pain in the fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμίασιν — συνωμίασις pain in the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)